περιφαγόντος

περιφαγόντος
περιεσθίω
eat all round
aor part act masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιεσθίω — Α 1. τρώω ή δαγκώνω κάτι γύρω γύρω («περιεσθίων τὸ σκληρὸν τῆς μαλάχης φύλλον», Λουκιαν.) 2. φθείρω κάτι γύρω γύρω («διὰ τὸν χρόνον τοῡ ἰοῡ περιφαγόντος τὸ ἀσθενὲς τοῡ σιδήρου», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἐσθίω «τρώω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”